πρωτογλυφης

πρωτογλυφης
    πρωτογλυφής
    πρωτο-γλῠφής
    2
    впервые изваянный
    

(ξόανον Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πρωτογλυφης" в других словарях:

  • πρωτογλυφής — ές, Α αυτός που για πρώτη φορά ή πρόσφατα λαξεύθηκε με γλύφανο («οἷα καὶ νηῷ πρωτογλυφὲς ξόανον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γλυφής (< γλύφω), πρβλ. νεο γλυφής] …   Dictionary of Greek

  • πρωτογλυφές — πρωτογλυφής first masc/fem voc sg πρωτογλυφής first neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»